-
1 ἐγ-κτάομαι
ἐγ-κτάομαι, darin, bes. in einem fremden Lande sich Besitzungen erwerben, Ἕλληνι δοὺς ἐγκτήσασϑαι πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Her. 5, 23; οἱ δημόται καὶ οἱ ἐγκεκτημένοι Dem. 50, 8, die zu dem Demos gehören u. die darin Besitzungen haben; vgl. Xen. Vectig. 2, 6.
-
2 εγκταομαι
(преимущ. о недвижимом имуществе) приобретать вне своей страныἐγκτήσασθαι πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Her. — построить себе город во Фракии;
δοῦναι οἰκοδομησαμένοις ἐγκεκτῆσθαι Xen. — разрешить (иноземцам) строить дома и владеть ими;οἱ ἐγκεκτημένοι Dem. — иноземцы, владеющие недвижимостью -
3 ἐγκτάομαι
A acquire possessions in a foreign country, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ (v.l. for ἐγκτις-) Hdt.5.23; οἱ ἐγκεκτημένοι citizens who possess property in a deme not their own, opp. δημόται, D.50.8, cf. X.Vect.2.4, PGnom. 243.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκτάομαι
-
4 ἐγκτίζω
A found, build among,πόλεις ἔθνεσιν Plu.2.328e
:—[voice] Med., πόλιν ἐν Θρηΐκῃ v.l. in Hdt.5.23 (cf. ἐγκτάομαι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκτίζω
См. также в других словарях:
νεόκτιστος — και νιόκτιστος και νιόχτιστος, η, ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, η, ον) αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.) μσν. (για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε… … Dictionary of Greek